- ημερολογιακός
- -ή, -ό [ημερολόγιο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημερολόγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημερολογιακός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο ημερολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
Αντικύθηρα — Μικρό νησί (17,95 τ. χλμ., 44 κάτ.) μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης, που λέγεται και Τσιριγότο. Αποτελεί την ομώνυμη κοινότητα, σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Αίγιλα. Το 1204 έγινε κτήμα του Βενετού Βιάρου … Dictionary of Greek